Posted by : insurance solutions Πέμπτη 15 Ιανουαρίου 2015

Τροχαίο Ατύχημα στην Αλλοδαπή (Αλβανία) με ζημιογόνο όχημα ασφαλισμένο σε ημεδαπή ασφαλιστική εταιρεία
Εφαρμοστέο Δίκαιο το Ελληνικό (άρθρ. 26 ΑΚ) (1)
Στη προκειμένη περίπτωση το ατύχημα έλαβε χώρα προ της έναρξης ισχύος του Κανονισμού 867/2007(ΡΩΜΗ ΙΙ), που ισχύει από 11.1.2009. Συνεπώς εφαρμοστέο δίκαιο είναι όχι εκείνο της
πολιτείας όπου έλαβε χώρα το ατύχημα, εν προκειμένω της Αλβανίας, αλλά το δίκαιο που διέπει ενταύθα την σύμβαση ασφαλίσεως, δηλαδή το Ελληνικό Δίκαιο (άρθρ. 26 ΑΚ), αφού ο τόπος που συνέβη το ατύχημα είναι τυχαίο περιστατικό και δεν επιτρέπεται να βαρύνει αποκλειστικά. Αυτό επιβάλλεται ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχουν άλλα στοιχεία που τοποθετούν την σχέση στο πλαίσιο διαφορετικού δικαίου. Και αυτό μπορεί να συμβεί όταν το θύμα και ο υπόχρεος σε αποζημίωση και προκαλέσας το ατύχημα έχουν την ίδια ηθαγένια τρίτης πολιτείας, διαφορετικής από αυτήν που σημειώθηκε το ατύχημα, αλλά όλοι διαμένουν μόνιμα ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους, προκειμένω περί νομικών προσώπων (ασφαλιστική εταιρία), στην ίδια τρίτη πολιτεία και το ζημιογόνο ασφαλισμένο όχημα έχει αριθμό κυκλοφορίας της ίδιας παραπάνω τρίτης πολιτείας.
Σύγκρουση Αντιθέτως Κινουμένων
ΙΧΕ και λεωφορείου
Αποκλειστική υπαιτιότητα της οδηγού ΙΧΕ η οποία απώλεσε τον έλεγχο του οχήματός της και εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας (παράβ. άρθρ. 1 και 19 παρ. 1, 5 παρ. 8 περιπτ. Α, 16 παρ. 4 του ΚΟΚ), με αποτέλεσμα να προσκρούσει επί του κανονικώς κινουμένου τουριστικού λεωφορίου.
Ψυχική Οδύνη Συγγενών
του υπαιτίου οδηγού
Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης
του ιδιοκτήτη οχήματος - Λήπτη της ασφάλισης
Έννοια Τρίτου κατ΄άρθρ. 7 Ν.489/1976 (2)
Βασική προυπόθεση για τη θεμελίωση από την οικογένεια του θύματος αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεώς της λόγω ψυχικής οδύνης είναι η έναντι του τελευταίου (θύματος) τέλεση αδικοπραξίας. Επομένως, η οικογένεια του θύματος, μπορεί να αξιώσει χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εφόσον, πληρούται το πραγματικό μιας αδικοπραξίας εις βάρος του θύματος από πρόσωπο του οποίου, έχει ασφαλισθεί η έναντι τρίτων αστική ευθύνη του. Συνεπώς, εάν το τελευταίο αυτό πρόσωπο είναι το ίδιο το θύμα και η θανάτωσή του οφείλεται αποκλειστικώς σε δική του υπαιτιότητα, δεν πληρούται το πραγματικό της αδικοπραξίας σε βάρος του, με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται δικαίωμα αποζημιώσεως και εντεύθεν υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας για την κάλυψη αυτής.
Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 489/1976, όπως ισχύει και μετά την ως άνω αντικατάστασή της, ο οδηγός του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με την σύμβαση ασφαλίσεως, όπως και εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, δε θεωρούνται τρίτοι, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, ώστε και αυτών να καλύπτεται με την ίδια σύμβαση η ζημία τους. Έτσι, δεν υπάρχει υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο εταιρείας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση των συγγενών τους. Οι συγγενείς αυτών θεωρούνται μεν «τρίτοι», με αποτέλεσμα να έχουν ευθεία αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά για την ζημία που οι ίδιοι (οι συγγενείς) έχουν υποστεί και μόνο σε περίπτωση θανατώσεως των ιδίων, συνεπεία του αυτοκινητικού ατυχήματος, δικαιούται η οικογένειά τους, να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρεία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης.
Επικουρικό Κεφάλαιο
Δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρ.4 Ν.4092/2012
στις εκκρεμείς προ της ψήφισης του νόμου αγωγές
Ανεξαρτήτως του ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων του ν. 4092/2012 καθώς, και της αντίθεσης τους ή μη στις διατάξεις του Κοινοτικού δικαίου, με την κατωτέρω δημοσιευόμενη απόφαση κρίθηκε ότι σκοπός του νομοθέτη, ήταν να τεθούν σε ισχύ και να αρχίσει η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4092/2012 που αφορούν το Επικουρικό Κεφάλαιο, έστω κι αν ανάγονται σε «γεγενημένες αξιώσεις» εναντίον του, όχι όσον αφορά τις αγωγές που είχαν ήδη ασκηθεί και ήταν εκκρεμείς χωρίς να έχει εκδοθεί επ’ αυτών οριστική απόφαση, πριν από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (8-11-2012), αλλά μόνον όσον αφορά τις αγωγές που ασκούνται εναντίον του Επικουρικού Κεφαλαίου, μετά την πάροδο τουλάχιστον τριών μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (9-2-2013). Κατ΄ακολουθία απορρίπτονται οι σχετικές ενστάσεις του Επικουρικού Κεφαλαίου, αναφορικά και με το ύψος της ευθύνης του.
Απόφ. Μον.Πρ.Πατρ. 771/2013
Πρόεδρος: Ειρήνη Σιγούρου
Δικηγόροι: Νικόλαος Ανδρικόπουλος - Αργύριος Αβραμόπουλος
Σχόλια – Παρατηρήσεις
1) Τροχαίο Ατύχημα στην Αλλοδαπή με ζημιογόνο όχημα ασφαλισμένο σε ημεδαπή ασφαλιστική εταιρεία - Εφαρμοστέο Δίκαιο
Αξίζει να σημειωθεί ότι η κατωτέρω νομολογία επί του άρθρ. 26 ΑΚ προλειένει για την θεσμοθέτηση των διατάξεων του Κανονισμού 864/2007, αφού με το άρθρ. 4 παρ. 2 αυτού, προβλέπεται παρέκκλιση από την γενική αρχή, σύμφωνα με την οποία εφαρμοστέο δίκαιο ορίζεται εκείνο της χώρας στην οποία επέρχεται η άμεση ζημία. Με το άρθρ. 4 παρ.2 του ίδιου ανωτέρω Κανονισμού εισάγεται παρέκκλιση από τον ανωτέρω γενικό κανόνα και ορίζεται ότι αν ο υπαίτιος και ο ζημιωθείς έχουν κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας την συνήθη διαμονή τους στην ίδια χώρα, τότε εφαρμόζεται το δίκαιο αυτής.
Βλ. ομοίως και Μον.Πρ.Αθ. 2171/2012, Εφ.Αθ. 4059/2013 (αδημοσίευτες).
2) Ψυχική Οδύνη συγγενών του υπαιτίου οδηγού
Θεωρούνται τρίτοι και έχουν ευθεία αξίωση αποζημιώσεως κατά της ασφαλιστικής εταιρίας και οι συγγενείς του οδηγού του αυτοκινήτου που προξένησε την ζημία ή του προσώπου του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με την σύμβαση ασφαλίσεως ή έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση [άρθρο 10 παρ. 1 Π.Δ. 237/86], σύμφωνα με την διάταξη του άρθρου 7 του Ν. 489/1976, όπως ισχύει και μετά την αντικατάσταση της ο οδηγός του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτει με την σύμβαση ασφαλίσεως, όπως και εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση δεν θεωρούνται τρίτοι, κατά την έννοια του νόμου, όπως προαναφέρθηκε, ώστε και αυτών να καλύπτει με την ίδια σύμβαση η ζημία τους. Οι συγγενείς όμως αυτών θεωρούνται μεν "τρίτοι", με αποτέλεσμα να έχουν ευθεία αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρίας, αλλά για την ζημία που οι ίδιοι [οι συγγενείς] έχουν υποστεί και μόνο σε περίπτωση θανατώσεως αυτών συνεπεία του αυτοκινητικού ατυχήματος, δικαιούται η οικογένεια τους να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης. Μον.Πρ.Θεσ.22529/2004 ΣΕΣυγκΔ 2005/ 335
Δεν θεωρείται ζημιωθείσα τρίτη κατά τις διατάξεις των άρθρ. 6 παρ. 2 και 7 του Ν.489/1976 και δεν έχει ευθεία αξίωση αποζημιώσεως, κατά της ασφαλιστικής εταιρίας στην οποία είναι ασφαλισμένο το ζημιογόνο αυτοκίνητο η ιδιοκτήτρια αυτού στην περίπτωση πρόκλησης ατυχήματος από υπαιτιότητα προστηθέντος υπ' αυτής στην οδήγηση του προσώπου και επέλευσης συνεπεία αυτού θανατηφόρου τραυματισμού του συνεπιβαίνοντος συζύγου της και τούτο γιατί ο αντισυμβαλλόμενος και ιδιοκτήτης του αυτοκινήτου έναντι του ασφαλιστή του δεν είναι τρίτος. ΑΠ 583/2014 ΕΣυγκΔ 2014/204 (βλ. και αυτόθι Σχόλια και παρατηρήσεις).
Κείμενο Απόφ. Μον.Πρ.Πατρ.771/2013
Ι. Από τη διάταξη του άρθρου 26 του Α.Κ. ορίζεται ότι οι ενοχές από αδίκημα διέπονται από το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα (lex loci delicti commissi). Το κρίσιμο, έτσι, συνδετικό στοιχείο είναι ο τόπος του αδικήματος χωρίς να εξετάζεται η ιθαγένεια των προσώπων μεταξύ των οποίων δημιουργήθηκε ενοχή από αδίκημα (προσβολέας – προσβαλλόμενος) ούτε ο τόπος της κατοικίας ή διαμονής των προσώπων αυτών. Ο όρος αδίκημα στην ΑΚ 26 έχει γενική και ευρεία έννοια και όχι την στενή που, ενδεχομένως, έχει σε μια εσωτερική (εθνική) έννομη τάξη. Η ευρύτητά του δικαιολογείται από την ένταξη του σε κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου. Σύμφωνα με την κρατούσα άποψη στο χώρο του ελληνικού δικαίου, αλλά και στις ξένες έννομες τάξεις που ακολουθούν τον κανόνα της διατάξεως του άρθρου 26 ΑΚ, το δίκαιο που ισχύει στην πολιτεία όπου διαπράχθηκε το αδίκημα θα ρυθμίσει μεταξύ άλλων και τα εξής ζητήματα: αν ορισμένη πράξη ή παράλειψη είναι παράνομη, την υπαιτιότητα, το συντρέχον πταίσμα του παθόντος, αν η ευθύνη είναι υποκειμενική ή αντικειμενική (χωρίς πταίσμα) αν και με ποιες προυποθέσεις θεμελιώνεται ευθύνη από τις πράξεις και παραλείψεις των προστηθέντων ή βοηθών εκπληρώσεως, την ικανότητα καταλογισμού, τον κύκλο των προστατευομένων εννόμων αγαθών ή υποκειμενικών δικαιωμάτων, την ύπαρξη των οποίων κρίνει το δίκαιο που τα διέπει (π.χ. εμπράγματο δικαίωμα κυριότητας κινητού πράγματος) τις συνέπειες του αδικήματος (υποχρέωση αποζημιώσεως χρηματική ή in natura, την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης (όχι περιουσιακής ζημίας) τη δυνατότητα αναγωγής μεταξύ περισσοτέρων ευθυνόμενων, την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως). Ειδικότερα καθόσον αφορά ατυχήματα που προκαλούνται σε τρίτους από αυτοκίνητο κατά τη λειτουργία του πρέπει να σημειωθεί ότι στον ευρωπαικό χώρο, με λιγότερες ή περισσότερες παραλλαγές κατά περίπτωση, καθιερώνεται αντικειμενική ευθύνη σε βάρος ορισμένων προσώπων, τα οποία βάσει ορισμένης ιδιότητας συνδέονται με το ζημιογόνο αυτοκίνητο (π.χ. οδηγός, ιδιοκτήτης, κάτοχος). Σύμφωνα με το δίκαιο της πολιτείας όπου διαπράχθηκε το αδίκημα θα κριθεί αν συντρέχουν οι προυποθέσεις για τη θεμελίωση αντικειμενικής ευθύνης από ατύχημα που προκλήθηκε από αυτοκίνητο κατά τη λειτουργία του, ποία η έννοια του αυτοκινήτου και πότε το ατύχημα συμβαίνει κατά τη λειτουργία του. Εξάλλου το ίδιο εφαρμοστέο δίκαιο κρίνει αν και με ποιες προυποθέσεις αποκαθίσταται σε περίπτωση βλάβης αυτοκινήτου από σύγκρουση με άλλο αυτοκίνητο, η λεγάμενη εμπορική ή και η τεχνική υπαξία του αυτοκινήτου, δηλαδή της ζημίας που συνίσταται στη μείωση της αξίας πωλήσεως του αυτοκινήτου λόγω της παρατηρούμενης αποφυγής αγοράς επισκευασμένων αυτοκινήτων από μεγάλη μερίδα του αγοραστικού κοινού και στην ύπαρξη, παρά την επισκευή, ελαττωμάτων στη λειτουργία, αντοχή και εμφάνισή του, αντίστοιχα. Εξάλλου η ανάγκη προστασίας των θυμάτων από αυτοκινητικά ατυχήματα, τα οποία κατά τη σύγχρονη εποχή παρουσιάζονται αυξημένα λόγω της ευρείας διαδόσεως του αυτοκινήτου, έχουν οδηγήσει τις νομοθεσίες των πολιτισμένων κρατών στη θέσπιση νομικής υποχρεώσεως για τον ιδιόκτητη και κάτοχο αυτοκινήτου για την κάλυψη της αστικής ευθύνης τους απέναντι σε τρίτους που ζημιώνονται από το αυτοκίνητό τους κατά τη λειτουργία του. Η κάλυψη αυτή γίνεται από τον ασφαλιστή δυνάμει συμβάσεως ασφαλίσεως που συνάπτεται κυρίως με τον ιδιοκτήτη ή κάτοχο του αυτοκινήτου. Η προστασία των θυμάτων από ατυχήματα που έχουν ως πηγή το αυτοκίνητο ενισχύεται ακόμη περισσότερο με τη θέσπιση από τις νομοθεσίες των διαφόρων προηγμένων κρατών ευθείας ή άμεσης αξιώσεως αποζημιώσεως του θύματος κατά του ασφαλιστή με σύγχρονη αποκοπή σ’ αυτόν της δυνατότητας να προβάλει κατά του θύματος τις ενστάσεις που προκύπτουν από τη σύμβαση ασφαλίσεως. Σε περίπτωση ζημίας από αυτοκινητικό ατύχημα που προκαλείται σε τρίτο στο έδαφος ξένου κράτους ανακύπτει πρόβλημα καθορισμού του εφαρμοστέου δικαίου που θα καταλάβει τη σύμβαση ασφαλίσεως αστικής ευθύνης και τις ενδεχόμενες αξιώσεις του θύματος κατά του ασφαλιστή και ιδιαίτερα αν το θύμα έχει άμεση ή ευθεία κατά τούτου αξίωση. Βασικές διαφορές μεταξύ των δικαίων των πολιτειών προς τις οποίες ένα βιοτικό συμβάν παρουσιάζει σημεία επαφής αυξάνει το ενδιαφέρον για τον καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου, που θα υποδειχθεί από τον οικείο κανόνα του ελληνικού ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, η προσφυγή στο οποίο είναι επιβεβλημένη, εφόσον η περίπτωση εμφανίζει στοιχείο αλλοδαπότητας. Στο χώρο του ελληνικού δικαίου, αλλά και στις περισσότερο συγγενείς ξένες έννομες τάξεις, το ζήτημα αμφισβητείται. Στην αμφισβήτηση οπωσδήποτε συμβάλλει η εμφανιζόμενη σύνδεση του θέματος με το αδίκημα, η πρόκληση του οποίου δημιουργεί το λόγο ευθύνης του ασφαλιστή. Το δικαστήριο θεωρεί ως ορθότερη την άποψη ότι εφαρμοστέο είναι το δίκαιο που διέπει τη σύμβαση ασφαλίσεως, οποιοδήποτε και αν είναι αυτό, όχι δε το δίκαιο της πολιτείας που συνέβη το ατύχημα καθόσον ο τόπος του ατυχήματος είναι τυχαίο περιστατικό και δεν επιτρέπεται να βαρύνει αποφασιστικά. Αυτό επιβάλλεται ιδιαίτερα στην περίπτωση που υπάρχουν άλλα στοιχεία που τοποθετούν τη σχέση στο πλαίσιο διαφορετικού δικαίου. Αυτό μπορεί να συμβεί όταν το θύμα, ο υπόχρεος σε αποζημίωση και προκαλέσας το ατύχημα και η ασφαλιστική του εταιρία έχουν την ίδια ιθαγένεια τρίτης πολιτείας διαφορετικής από αυτή που σημειώθηκε το ατύχημα, όλοι διαμένουν μόνιμα ή κατοικούν ή έχουν την έδρα τους (προκειμένου για νομικά πρόσωπα) στην ίδια τρίτη πολιτεία και το ασφαλισμένο ζημιογόνο αυτοκίνητο έχει αριθμό κυκλοφορίας της ίδιας παραπάνω τρίτης πολιτείας (βλ, ΕφΑθ 6824/2000, ΕλλΔνη 42. 479, ΕφΑθ 1152/1986 ΕλλΔνη 27. 524 και εκεί παραπομπές σε νομολογία και θεωρία, Αθ. Κρητικός, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα έκδ. Γ΄ 1998 παρ. 2572, σελ. 856).
Εξαίρεση Ασφαλιστικής Κάλυψης του ιδιοκτήτη – λήπτη της ασφάλισης – Έννοια τρίτου.
ΙΙ. Κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Π.Δ. 264/1991, που εκδόθηκε σε συμμόρφωση προς τις διατάξεις της οδηγίας 84/5 ΕΟΚ (Ε.Ε.) για την εναρμόνιση των νομοθεσιών των κρατών μελών των σχετικών με την ασφάλιση της αστικής ευθύνης που προκύπτει από την κυκλοφορία αυτοκινήτων οχημάτων και αντικατέστησε την παρ. 2 του άρθρου 6 του Π.Δ. 237/1986, «σε ασφαλιστική κάλυψη πρέπει να περιλαμβάνει την έναντι τρίτων αστική ευθύνη εξαιτίας θανάτωσης ή σωματικής βλάβης ή ζημιών σε πράγματα, στην οποία περιλαμβάνεται και η χρηματική ικανοποίηση για ψυχική οδύνη ή ηθική βλάβη, καθώς και την αστική ευθύνη λόγω θανάτωσης ή σωματικών βλαβών έναντι των μελών της οικογένειας του ασφαλισμένου, οδηγού ή κάθε άλλου προσώπου, του οποίου η αστική ευθύνη καλύπτεται σύμφωνα με την πρώτη παράγραφο, ανεξάρτητα από δεσμό συγγένειας». Κατά δε το άρθρο 4 του ίδιου Π.Δ. 264/1991 που τροποποίησε και αντικατέστησε το άρθρο 7 του ΠΔ 237/86, «δεν θεωρούνται τρίτοι κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 2 παρ. 1 και του άρθρου 6 παρ. 2 : α) ο οδηγός του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημιά, β) κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφάλισης, γ) εκείνος ο οποίος έχει καταρτίσει μετά του ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, δ) οι νόμιμοι εκπρόσωποι νομικού προσώπου που είναι ασφαλισμένο ή εταιρίας που δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα». (8415/ΕΟΚ αριθ. 3). Έτσι θεωρούνται τρίτοι και έχουν ευθεία αξίωση αποζημιώσεως κατά της ασφαλιστικής εταιρείας και οι συγγενείς του οδηγού του αυτοκινήτου που προξένησε τη ζημία ή του προσώπου του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με τη σύμβαση ασφαλίσεως ή έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση (άρθρο 10 παρ. 1 Π.Δ. 237/86). Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι η ως άνω ασφάλιση γίνεται για να καλύψει την αστική ευθύνη των ασφαλισμένων προσώπων έναντι των τρίτων που ζημιώνονται και ότι τα πρόσωπα τα οποία ο νόμος θεωρεί τρίτους έχουν αξίωση αποζημιώσεως κατά του ασφαλιστή, εφόσον όμως έναντι αυτών ο ασφαλισμένος έχει υποχρέωση αποζημιώσεως, την οποία ακριβώς καλύπτει η σύμβαση ασφαλίσεως. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, στην περίπτωση δε θανατώσεως προσώπου η χρηματική αυτή ικανοποίηση μπορεί να επιδικασθεί στην οικογένεια του θύματος λόγω ψυχικής οδύνης. Βασική προυπόθεση για τη θεμελίωση από την οικογένεια του θύματος αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεώς της λόγω ψυχικής οδύνης είναι η έναντι του τελευταίου (θύματος) τέλεση αδικοπραξίας. Επομένως, η οικογένεια του θύματος μπορεί να αξιώσει από την χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης εφόσον πληρούται το πραγματικό μιας, κατά την παραπάνω έννοια, αδικοπραξίας εις βάρος του θύματος από πρόσωπο του οποίου, κατά τα ανωτέρω έχει ασφαλισθεί η έναντι τρίτων αστική ευθύνη του. Συνεπώς, εάν το τελευταίο αυτό πρόσωπο είναι το ίδιο το θύμα και η θανάτωσή του οφείλεται αποκλειστικώς σε δική του υπαιτιότητα, δεν πληρούται το πραγματικό της αδικοπραξίας σε βάρος του με αποτέλεσμα να μην ιδρύεται δικαίωμα αποζημιώσεως και εντεύθεν υποχρέωση της ασφαλιστικής εταιρίας για την κάλυψη αυτής. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 του ν. 489/1976, όπως ισχύει και μετά την ως άνω αντικατάστασή της, ο οδηγός του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, κάθε πρόσωπο του οποίου η ευθύνη καλύπτεται με την σύμβαση ασφαλίσεως, όπως και εκείνος που έχει καταρτίσει με τον ασφαλιστή την ασφαλιστική σύμβαση, δε θεωρούνται τρίτοι, κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ίδιου νόμου, όπως προαναφέρθηκε, ώστε και αυτών να καλύπτεται με την ίδια σύμβαση η ζημία τους. Έτσι, δεν υπάρχει υποχρέωση της ασφαλίζουσας το αυτοκίνητο εταιρείας για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση των συγγενών τους, όπως δεν θα υπήρχε υποχρέωση αποζημιώσεως και σε περίπτωση τραυματισμού τους. Οι συγγενείς δε αυτών θεωρούνται μεν «τρίτοι», με αποτέλεσμα να έχουν ευθεία αξίωση κατά της ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά για την ζημία που οι ίδιοι (οι συγγενείς) έχουν υποστεί και μόνο σε περίπτωση θανατώσεως αυτών συνεπεία του αυτοκινητικού ατυχήματος, δικαιούται η οικογένειά τους, να αξιώσει από την ασφαλιστική εταιρεία χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, (βλ. ΑΠ 790/2010 α΄ δημοσίευση Νόμος, ΑΠ 1114/2000 Ελ.Δνη 41. 1592, Εφ Πατρών 1104/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005/524, Αθ. Κρητικού, Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα, εκδ. 1998, αριθ. 1638, 1640).
ΙΙΙ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 928 εδ. α΄ ΑΚ, σε περίπτωση θανατώσεως προσώπου, ο υπόχρεος οφείλει να καταβάλει τα έξοδα κηδείας σ’ εκείνον που κατά το νόμο βαρύνεται με αυτά. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, σε συνδυασμό και προς τη διάταξη του άρθρου 1831 ΑΚ, τα έξοδα κηδείας του θανατωθέντος, ήτοι όλες τις γενόμενες δαπάνες για τον ενταφιασμό, οι οποίες τελούν σε άμεση αιτιώδη σχέση προς το θάνατό του και είναι ανάλογες προς την κοινωνική του θέση, δικαιούνται να αξιώσουν από τον υπεύθυνο του θανάτου του εκείνοι οι οποίοι φέρουν αυτά κατά το νόμο και είναι κληρονόμοι του ή οι προς διατροφήν του υπόχρεου ή ένας εξ αυτών, εφόσον πράγματι κατέβαλε αυτά, δεδομένου ότι η αξίωση αυτή έχει τον χαρακτήρα της αποζημιώσεως και δεν επιδιώκεται με κληρονομικό δικαίωμα, ως στοιχείο της κληρονομιάς, ώστε να χωρίσει επιμερισμός της με βάση την κληρονομική μερίδα (ΑΠ 1590/1980 ΝοΒ 29.895, ΕφΘεσ 1735/1993 ΕλλΔνη). Για το ορισμένο δε της αγωγής, με την οποία ζητείται η επιδίκαση των εξόδων της κηδείας στον καταβαλόντα κληρονόμο, δεν είναι απαραίτητο να γίνεται αναλυτική εξειδίκευση τους ( Εφ Πατρ 805/2009 α΄ δημοσίευση Νόμος, Εφ. Θεσ. 1506/2003 Αρμ. 2003. 1760).
Με την υπό κρίση αγωγή οι ενάγοντες ισχυρίζονται ότι, κατά τον αναφερόμενο σ’ αυτή τόπο και χρόνο, η ____ και της ____, οδηγώντας το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ....... Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία, προκάλεσε από αποκλειστική υπαιτιότητά της, το περιγραφόμενο στην αγωγή τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα, ήτοι από αμέλειά της, όπως ειδικότερα περιγράφεται στην αγωγή, προσέκρουσε με σφοδρότητα στο με αριθμό κυκλοφορίας ....... διώροφο τουριστικό λεωφορείο, με αποτέλεσμα να τραυματιστεί θανάσιμα η οδηγός του αυτοκινήτου και τα δύο ανήλικα τέκνα της που επέβαιναν στο οπίσθιο κάθισμα ενώ ελαφρά τραυματίστηκε η επιβαίνουσα στη θέση του συνοδηγού δεύτερη ενάγουσα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούν, όπως το σύνολο των αγωγικών τους αιτημάτων παραδεκτά ετράπη σε αναγνωριστικό με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, η οποία καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και την οποία επανέλαβε με τις παραδεκτά υποβληθείσες έγγραφες προτάσεις του (άρθρ. 591 εδ. α΄ σε συνδ. με άρθρ. 223 εδ. β΄ ΚΠολΔ), να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει: α) στον πρώτο ενάγοντα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του _____, και στη δεύτερη ενάγουσα, Χ5, το ποσό των 80.000 ευρώ σε έκαστο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο της μητέρας τους, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, β) στη δεύτερη ενάγουσα ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής το ποσό των 6.450 ευρώ, που αντιστοιχεί στις απαιτητές δόσεις κατά το χρονικό διάστημα από 01-09-2008 έως 31-03-2012 (150 ευρώ Χ 43 μήνες) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως με εναρκτήριο χρονικό σημείο την 01η-04-2012 και εφεξής κατά την 1η ημέρα κάθε μήνα έως την 14η-12-2012 με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης έως την εξόφληση, γ) στον πρώτο ενάγοντα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής το ποσό των 6.450 ευρώ, που αντιστοιχεί στις απαιτητές δόσεις κατά το χρονικό διάστημα από 01-09-2008 έως 31-03-2012 (150 ευρώ Χ 43 μήνες) με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως με εναρκτήριο χρονικό σημείο την 01η-09-2011 και εφεξής κατά την 1η ημέρα, κάθε μήνα έως την 11η-11-2015 με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης έως την εξόφληση, δ) στον πρώτο ενάγοντα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 και στη δεύτερη ενάγουσα το ποσό των 50.000 ευρώ σε έκαστο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο εκάστου εκ των αμφιθαλών αδελφών τους, ήτοι συνολικά 100.000 ευρώ σε έκαστο των ανωτέρω εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, ε) στον πρώτο των εναγόντων το ποσό των 80.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο εκάστου τέκνου του, ήτοι συνολικά το ποσό των 160.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση, το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο της συντρόφου του, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση και το ποσό των 14.050 ευρώ για τα έξοδα της μεταφοράς των σωρών της συντρόφου του και των τέκνων του από τον τόπο του ατυχήματος στον τόπο της κατοικίας του και για τα έξοδα κηδείας τους, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση και στ) στους τρίτη και τέταρτο των εναγόντων το ποσό των 50.000 ευρώ σε έκαστο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο εκάστου εκ των ετεροθαλών αδελφών τους, ήτοι συνολικά 100.000 ευρώ σε έκαστο των ανωτέρω εναγόντων, με το νόμιμο τόκο από της επιδόσεως της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Ζητούν ακόμη να κηρυχθεί η απόφαση που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστή και να επιβληθούν στο εναγόμενο τα δικαστικά τους έξοδα.

Με αυτό το περιεχόμενο και τα αιτήματα, η ένδικη αγωγή, ελέγχεται ως μη νόμιμη και είναι γι’ αυτό απορριπτέα, ως προς τις κάτωθι αξιώσεις του πρώτου και της δεύτερης των εναγόντων: α) του πρώτου ενάγοντα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 και της δεύτερης ενάγουσας, Χ5, για το ποσό των 80.000 ευρώ σε έκαστο ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστησαν από το θάνατο της μητέρας τους, β) της δεύτερης ενάγουσας ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής για το ποσό των 6.450 ευρώ, που αντιστοιχεί στις απαιτητές δόσεις κατά το χρονικό διάστημα από 01-09-2008 έως 31-03-2012 (150 ευρώ Χ 43 μήνες) και για το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως με εναρκτήριο χρονικό σημείο την 01η-04-2012 και εφεξής κατά την 1η ημέρα κάθε μήνα έως την 14η- 12-2012, γ) του πρώτου ενάγοντα για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής για το ποσό των 6.450 ευρώ, που αντιστοιχεί στις απαιτητές δόσεις κατά το χρονικό διάστημα από 01-09-2008 έως 31-03-2012 (150 ευρώ Χ 43 μήνες) και για το ποσό των 150 ευρώ μηνιαίως με εναρκτήριο χρονικό σημείο την 01η-09-2011 και εφεξής κατά την 1η ημέρα κάθε μήνα έως την 11η-11-2015 και δ) του πρώτου ενάγοντα για το ποσό των 50.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης που υπέστη από το θάνατο της συντρόφου του και το ποσό που αντιστοιχεί ως αποζημίωση αυτού για τις δαπάνες μεταφοράς του σωρού της συντρόφου του και τα έξοδα κηδείας αυτής, το οποίο ανέρχεται σε 4.683 ευρώ. Και τούτο διότι, σύμφωνα με τα αναλυτικά εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο δύο λατινικό μείζονα σκέψη της παρούσας, βασική προυπόθεση για τη θεμελίωση της ένδικης αξιώσεως χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ψυχικής οδύνης των εναγόντων (που όλοι ανήκουν στην οικογένεια του θύματος), είναι η σε βάρος του θύματος συγγενούς τους, τέλεση αδικοπραξίας, η οποία δεν πληρούται στη συγκεκριμένη περίπτωση, εφ’ όσον ο θάνατος της συγγενούς των ανωτέρω εναγόντων, οφείλεται, όπως και οι ίδιοι στην αγωγή τους εκθέτουν, σε αποκλειστική υπαιτιότητα της οδηγού του ασφαλισμένου ζημιογόνου αυτοκινήτου, η οποία δεν θεωρείται τρίτη κατά την έννοια του άρθρου 6 παρ. 2 του ν. 489/1976, ώστε να καλύπτεται με την ίδια σύμβαση η ζημιά τους. Κατά τα λοιπά με το περιεχόμενο και τα αιτήματα αυτά η αγωγή εισάγεται παραδεκτά και αρμόδια, καθ’ ύλην και κατά τόπον (άρθρα 7, 9, 10 16 αρ. 12, 22 και 33 ΚΠολΔ και 9 παρ. 1 στοιχείο β και 11 παρ. 2 του Κανονισμού 44/2001), ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου κατά την ειδική διαδικασία που προβλέπουν οι διατάξεις των άρθρων 666, 667, 670 έως 676 και 681 Α ΚΠολΔ και θα κριθεί σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο, που τυγχάνει εφαρμογής στην υπό κρίση περίπτωση, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην υπό στοιχείο ένα λατινικό μείζονα σκέψη, ως το δίκαιο του τόπου κατάρτισης της ασφαλιστικής σύμβασης. Είναι αρκούντως ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα αναγκαία για τη θεμελίωσή της στον νόμο στοιχεία (άρθρα 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ως προς το κονδύλιο των εξόδων κηδείας ως προς τα αποβιώσαντα ανήλικα τέκνα του πρώτου ενάγοντα σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην υπό στοιχείο τρία λατινικό μείζονα σκέψη της παρούσας. Εξάλλου, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 914, 297, 298, 330 εδ. β , 361, 932, 340, 341, 345, 346, 471 επ., 477 ΑΚ, 1, 2, 5 παρ. 2, 6, 10 και 19 του ν. 489/1976, 70, 176 ΚΠολΔ. Μη νόμιμο είναι, μετά την τροπή κατά τα ανωτέρω των αγωγικών αιτημάτων σε αναγνωριστικών, μόνο το παρεπόμενο αγωγικό αίτημα για κήρυξη της απόφασης που θα εκδοθεί προσωρινά εκτελεστής, καθώς η παρούσα απόφαση ως αναγνωριστική δεν αποτελεί εκτελεστό τίτλο και κατά μείζονα λόγο δεν υπόκειται σε προσωρινή εκτέλεση [Κεραμεύς/ Κονδύλης/ Νίκας (- Νικολόπουλος), ΚΠολΔ II, 2000, άρθρ. 904, αρ. 6 και 907, αρ. 3, όπου και περαιτέρω παραπομπές]. Κατά τα λοιπά και δεδομένου ότι για τα αιτήματά της (μετά την τροπή τους σε αναγνωριστικά) δεν απαιτείται η καταβολή δικαστικού ενσήμου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7 παρ. 3 του ν.δ. 1544/1942, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 70 του Ν. 3994/2011 και εν συνεχεία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 21 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, πρέπει η κρινόμενη αγωγή να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.
Επικουρικό Κεφάλαιο – Ν. 4092/2012
Το εναγόμενο, με σχετική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο που καταχωρήθηκαν συνοπτικά στα πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του Δικαστηρίου και αναφέρεται και στις νομίμως κι εμπροθέσμως κατατεθειμένες προτάσεις του, αρνήθηκε την ουσιαστική βασιμότητα και το ύψος των αιτουμένων αγωγικών κονδυλίων και προέβαλε τον ισχυρισμό ότι η όποια ευθύνη του, πρέπει να περιοριστεί ποσοτικά σύμφωνα με όσα προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ. 2 του Π.Δ. 237/1986, ως ισχύει μετά την τροποποίησή του από το τέταρτο άρθρο του ν.4092/2012. Ο ισχυρισμός αυτός του εναγομένου, πρέπει να απορριφθεί ως νόμω αβάσιμος. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 περ. γ΄ του ν. 4092/8-12- 2012 (ΦΕΚ Α΄ 220/8-11-2012), η παράγραφος 2 του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986, όπως τροποποιήθηκε με την παράγραφο 26 του άρθρου 37 του ν. 2496/1997, αντικαθίσταται ως ακολούθως: «2. Η αποζημίωση που καταβάλλει το Επικουρικό Κεφάλαιο για χρηματικές ικανοποιήσεις λόγω ψυχικής οδύνης δεν μπορεί να υπερβεί το ποσό των 6.000 ευρώ για κάθε δικαιούχο. Η αποζημίωση για τα εδάφια α΄ και β΄ της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου δεν μπορεί να υπερβεί τα κατά το άρθρο 6 παράγραφος 5 κατώτατα όρια ασφαλιστικών ποσών του χρόνου του ατυχήματος. Στις περιπτώσεις του εδαφίου γ΄ της προηγούμενης παραγράφου το συνολικό ποσόν για την αποζημίωση καταβάλλεται σύμφωνα με τα ακόλουθα: α) για αποζημίωση ύψους έως 4.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 90% αυτής, β) για αποζημίωση ύψους από 4.001 έως 10.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 87,5% αυτής, με κατώτατο όριο 3.600 ευρώ, γ) για αποζημίωση ύψους από 10.001 έως 30.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 85% αυτής, με κατώτατο όριο 8.750 ευρώ, δ) για αποζημίωση ύψους από 30.001 έως 60.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 80% αυτής, με κατώτατο όριο 25.000 ευρώ, ε) για αποζημίωση ύψους από 60.001 έως 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο προς το 70% αυτής, με κατώτατο όριο 48.000 ευρώ, στ) για αποζημιώσεις το ύψος των οποίων υπερβαίνει τις 100.000 ευρώ καταβάλλεται συνολικό ποσόν ίσο με το 70% αυτής, με ανώτατο όριο τις 100.000 ευρώ. Το Επικουρικό Κεφάλαιο υποχρεούται στην καταβολή αποζημίωσης και πέραν των 100.000 ευρώ σε πρόσωπα που ζημιώθηκαν με αναπηρία, η φύση και ο βαθμός της οποίας, καθώς και το ύψος αποζημίωσης, θα οριστούν με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας, που εκδίδεται μετά από γνώμη του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ). Η ανωτέρω γνώμη διατυπώνεται εντός 30 ημερών από την περιέλευση στο ΚΕΠΑ του σχετικού αιτήματος του Υπουργού Οικονομικών. Σε περίπτωση άπρακτης της προθεσμίας των 30 ημερών, η κοινή υπουργική απόφαση εκδίδεται χωρίς τη γνώμη αυτή. Η ρύθμιση της παρούσας παραγράφου καταλαμβάνει και τις ήδη γεγενημένες αξιώσεις κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου, χωρίς πάντως να θίγει αξιώσεις που έχουν επιδικαστεί με οριστική δικαστική απόφαση. Οι δικαιούχοι αποζημίωσης δύναται να διεκδικήσουν το υπόλοιπο ποσόν της ζημίας από την κοινή εκκαθάριση. Οι τόκοι που στις περιπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου του παρόντος άρθρου υποχρεούται να καταβάλει το Επικουρικό Κεφάλαιο υπολογίζονται σε κάθε περίπτωση με επιτόκιο έξι τοις εκατό (6%) ετησίως. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται μετά από εισήγηση της Τράπεζας της Ελλάδος, μπορεί να μεταβάλλεται το εν λόγω ποσοστό. Οι αξιώσεις αποζημίωσης κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου υπόκεινται στην παραγραφή της παραγράφου 2 του άρθρου 10». Σύμφωνα δε με την περίπτωση δ του ίδιου ως άνω άρθρου ορίζονται τα εξής: δ. Στο τέλος του άρθρου 19 του π.δ. 237/1986 προστίθεται νέα παράγραφος ως εξής: «8. Η αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου είναι παραδεκτή, μόνον αν ο ενάγων έχει υποβάλει προ της άσκησής της στο Επικουρικό Κεφάλαιο, έγγραφη αίτηση αποζημίωσης, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση του. Το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα στην αίτηση εντός τριών μηνών από την υποβολή της, σύμφωνα με την παράγραφο 6 του άρθρου 6 του νόμου αυτού. Μετά τη λήψη της απάντησης του Επικουρικού Κεφαλαίου ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών δύναται να ασκήσει αγωγή κατά του Επικουρικού Κεφαλαίου.» Όπως συνάγεται από την τελευταία αυτή διάταξη, προστίθεται νέα παράγραφος με αριθμό 8, στη διάταξη του άρθρου 19 του ν. 237/1986, σύμφωνα με την οποία, θεσπίζεται ως προυπόθεση παραδεκτού της άσκησης αγωγής εκ μέρους του παθόντος από αυτοκινητικό ατύχημα, εναντίον του Επικουρικού Κεφαλαίου, η προηγούμενη της άσκησης της αγωγής, κατάθεση έγγραφης αίτησης αποζημίωσης εκ μέρους του παθόντος, η οποία θα απευθύνεται προς το Επικουρικό Κεφάλαιο, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτηση του. Επί της αίτησης αυτής του παθόντος, θεσπίζεται τρίμηνη προθεσμία η οποία ξεκινά από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης, εντός της οποίας το Επικουρικό Κεφάλαιο είναι υποχρεωμένο να απαντήσει αιτιολογημένα επί της αίτησης αυτής. Μόνο μετά τη λήψη της απάντησης του Επικουρικού Κεφαλαίου ή την άπρακτη παρέλευση της ως άνω προθεσμίας, ο παθών μπορεί να ασκήσει παραδεκτά αγωγή εναντίον του Επικουρικού Κεφαλαίου.

Από όλα τα ανωτέρω και ανεξαρτήτως του ζητήματος της συνταγματικότητας ή μη των διατάξεων του ν. 4092/2012 καθώς, και της αντίθεσης τους ή μη στις διατάξεις του Κοινοτικού δικαίου, συνάγεται κατά την κρίση του δικαστηρίου ότι ο σκοπός του νομοθέτη, ήταν να τεθούν σε ισχύ και να αρχίσει η εφαρμογή των διατάξεων του ν. 4092/2012 που αφορούν το Επικουρικό Κεφάλαιο, έστω κι αν ανάγονται σε «γεγενημένες αξιώσεις» εναντίον του, όχι όσον αφορά τις αγωγές που είχαν ήδη ασκηθεί και ήταν εκκρεμείς χωρίς να έχει εκδοθεί επ’ αυτών οριστική απόφαση, πριν από τη δημοσίευση του ως άνω νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (8-11-2012), αλλά μόνον όσον αφορά τις αγωγές που ασκούνται εναντίον του Επικουρικού Κεφαλαίου, μετά την πάροδο τουλάχιστον τριών μηνών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης (9-2-2013). Τούτο διότι, μόνο μετά την πάροδο του εν λόγω χρονικού διαστήματος μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή η νέα παράγραφος με αριθμό 8 που προστέθηκε στο άρθρο 19 του π.δ. 237/1986 και θέτει ως προυπόθεση του παραδεκτού της άσκησης αγωγής εναντίον του Επικουρικού Κεφαλαίου, την προηγούμενη υποβολή έγγραφης αίτησης αποζημίωσης εκ μέρους του παθόντος, η οποία να απευθύνεται προς το Επικουρικό Κεφάλαιο, με συνημμένα τα έγγραφα που αποδεικνύουν την απαίτησή του. Κατόπιν των ανωτέρω παραδοχών, εφόσον στην προκειμένη περίπτωση η κρινομένη αγωγή έχει κατατεθεί στη γραμματεία αυτού του δικαστηρίου στις 11-04-2012 (βλ. την υπ’ αριθμόν 1312/2012 έκθεση κατάθεσης δικογράφου) και έχει επιδοθεί στο εναγόμενο στις 04-05-2012 (βλ. την υπ’ αριθμόν 546Ε/04-05-2012 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας του Πρωτοδικείου Αθηνών Σ. Μ.), δηλαδή ένα σχεδόν έτος πριν τη δημοσίευση του ανωτέρω νόμου, ο σχετικός ισχυρισμός περί περιορισμού της ευθύνης του σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 4092/2012 που προέβαλε το εναγόμενο, τυγχάνει απορριπτέος ως νόμω αβάσιμος. Κατόπιν δε των ανωτέρω παραδοχών, παρέλκει η έρευνα της αντένστασης περί αντισυνταγματικότητας και αντίθεσης στο κοινοτικό δίκαιο, των διατάξεων του άρθρου 4 του ν. 4092/2012, που προέβαλαν οι ενάγοντες.
Συνθήκες ατυχήματος - Υπαιτιότητα
Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης που εξετάσθηκε νομότυπα στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, των δημόσιων και ιδιωτικών εγγράφων, που επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα οι διάδικοι, ορισμένα από τα οποία λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων και σε μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και τα έγγραφα της προηγηθείσας ποινικής προδικασίας, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας που λαμβάνονται υπόψη αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: στη Ρουμανία στις 29 Αυγούστου του έτους 2008 και περί ώρα 22:00 η ______ και της ____ οδηγούσε το υπ’ αριθ. κυκλοφορίας .......Ι.Χ.Ε. αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας της, που ήταν ασφαλισμένο για την έναντι τρίτων αστική ευθύνη στην ασφαλιστική εταιρία με την επωνυμία «.........», όπως μετονομάστηκε από «.........» και όπως προηγούμενα μεταβλήθηκε η επωνυμία της από «..........» και πρώην «.........», η άδεια της οποίας ανακλήθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 63/1/08-02-2013 απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος και υπεισήλθε ως ειδικός διάδοχος εκ του νόμου το νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΑΣΦΑΛΙΣΗΣ ΕΥΘΥΝΗΣ ΑΠΟ ΑΤΥΧΗΜΑΤΑ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΩΝ». Η ανωτέρω έβαινε με το όχημά της επί της αριστερής λωρίδας της Εθνικής Οδού ____, που οδηγεί από την πόλη Γαλάτσι της Ρουμανίας προς τα σύνορα της Ρουμανίας με την Μολδαβία και με κατεύθυνση από το Γαλάτσι προς την Κοινότητα Βανατόρι της Ρουμανίας προκειμένου να εισέλθει στη Μολδαβία. Η ως άνω οδός έχει δύο λωρίδες κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση, πλην όμως στο 8ο χιλιόμετρό της στενεύει και οι λωρίδες κυκλοφορίας περιορίζονται από δύο σε μία, γεγονός που επισημαίνεται με σχετικές προειδοποιητικές πινακίδες που υπάρχουν και στα δύο ρεύματα κυκλοφορίας. Όταν το ανωτέρω όχημα πλησίασε στο 8° χιλιόμετρο της ως άνω οδού, όπου το πλάτος αυτής στενεύει, η οδηγός του έχασε τον έλεγχο του οχήματός της με αποτέλεσμα αυτό να εκτραπεί της πορείας του. Ειδικότερα, το αυτοκίνητο αυτό κινήθηκε προς τα αριστερά ως προς την πορεία του, διήλθε τη μεσαία διαχωριστική γραμμή του οδοστρώματος, εισήλθε αιφνιδίως στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας και προσέκρουσε με σφοδρότητα στο υπ’ αριθ. κυκλοφορίας ....... 864 διώροφο τουριστικό λεωφορείο που κατευθυνόταν προς την πόλη του Γαλατσίου, ήτοι κινείτο κανονικά και με αντίθετη πορεία σε σχέση με το ζημιογόνο όχημα. Υπό τα περιστατικά αυτά αποκλειστικά υπαίτια του ατυχήματος είναι η οδηγός του υπ’ αριθ. ....... Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτου, η οποία οδηγούσε το όχημά της χωρίς σύνεση, χωρίς να έχει διαρκώς τεταμένη την προσοχή της στην οδήγηση και χωρίς να ασκεί τον έλεγχο του οχήματός της, ώστε να μπορεί σε κάθε στιγμή να εκτελεί τους απαιτούμενους για την ομαλή πορεία του οχήματός της χειρισμούς (άρθρ. 12 παρ. 1 και 19 παρ. 1 Κ.Ο.Κ.). Εξαιτίας της αμέσως πιο πάνω συμπεριφοράς της, συνακόλουθα, και ενώ ήδη είχε απολέσει τον έλεγχο του αυτοκινήτου της, η εν λόγω οδηγός, διάβηκε με αυτό, μολονότι απαγορευόταν (άρθρ. 5 παρ. 8 περ. α΄ Κ.Ο.Κ.) και διήλθε ανεπίτρεπτα από το ρεύμα κυκλοφορίας της άνω οδού που προοριζόταν για την αντίθετη, σε σχέση με την πορεία της, κατεύθυνση (άρθρ. 16 παρ. 4 Κ.Ο.Κ.). Από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα προέκυψε ακόμη ότι κατά το επίδικο τροχαίο ατύχημα τραυματίστηκαν θανάσιμα η οδηγός του αυτοκινήτου και τα δύο ανήλικα τέκνα της που επέβαιναν στο οπίσθιο κάθισμα ενώ ελαφρά τραυματίστηκε η επιβαίνουσα στη θέση του συνοδηγού δεύτερη ενάγουσα. Περαιτέρω, δεν αποδείχθηκε ότι ο πρώτος ενάγων δαπάνησε : α) το ποσό των 4.333 ευρώ για την κατασκευή φέρετρων ειδικών προδιαγραφών προκειμένου να μεταφερθούν οι σοροί των τέκνων του αεροπορικώς, β) το ποσό των 466 ευρώ για τη μεταφορά τους από την πόλη του Γαλατσίου στο αεροδρόμιο της πόλης, γ) το ποσό των 1.900 ευρώ για αεροπορικά εισιτήρια και δ) το ποσό των 2.666 ευρώ για τα έξοδα κηδείας, καθόσον δεν προσκομίστηκαν τα σχετικά παραστατικά των ανωτέρω δαπανών και επίσης, δεν προέκυψε εξειδίκευση των εξόδων κηδείας από τις προσκομιζόμενες αποδείξεις.
Ψυχική Οδύνη
Ακολούθως, αποδείχθηκε ότι οι Χ2 και Χ3 ήταν 9 και 3 ετών αντίστοιχα και διέμεναν με την θανούσα μητέρα τους, τον πατέρα τους, X4 που τα είχε αναγνωρίσει εκουσίως δυνάμει της υπ’ αριθ. 14784/06-09-2005 συμβολαιογραφική πράξη αναγνώρισης τέκνων της συμβολαιογράφου Πατρών Σ. Π, τα αμφιθαλή αδέλφια τους, X5. και X6 και τα ετεροθαλή αδέλφια τους, X7 και X8 και οι ενάγοντες ο πρώτος ηλικίας 57 ετών ήταν πατέρας τους, η δεύτερη και ο Χ5 ηλικίας 19 και 16 ετών αντίστοιχα ήταν αμφιθαλή αδέλφια τους και οι τρίτη και τέταρτος ηλικίας 33 και 28 ετών αντίστοιχα ήταν ετεροθαλή αδέλφια τους, (βλ. τα υπ’ αριθ. πρωτ. 6567/16-05-2011 και 6568/16-05-2011 αντίστοιχα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης του Δήμου Ερυμάνθου). Οι ενάγοντες συνδέονταν με τους θανόντες με στενό ψυχικό δεσμό και αγάπη και ο βίαιος θάνατός τους τους προκάλεσε ψυχικό άλγος. Λαμβανομένων υπόψη των προαναφερθέντων, των συνθηκών του ατυχήματος, την αποκλειστική υπαιτιότητα της αδικοπραγήσασας οδηγού, την έλλειψη οιουδήποτε πταίσματος των θανατωθέντων συγγενών τους για το θανάσιμο τραυματισμό τους, το βαθμό συγγένειας του καθενός με τους θανόντες και την κοινωνική και οικονομική θέση των εναγόντων, το Δικαστήριο κρίνει ότι η χρηματική ικανοποίηση προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες ανέρχεται στο ποσό των 40.000 ευρώ για κάθε θανόντα ως προς τον ___ που εκπροσωπείται από τον πατέρα του πρώτο ενάγοντα λόγω της ανηλικότητάς του, στο ποσό των 40.000 ευρώ για κάθε θανόντα ως προς τη δεύτερη ενάγουσα, στο ποσό των 50.000 ευρώ για έκαστο θανόντα ως προς τον πρώτο ενάγοντα, στο ποσό των 30.000 ευρώ για κάθε θανόντα ως προς την τρίτη ενάγουσα και το ποσό των 30.000 ευρώ για έκαστο θανόντα ως προς τον τέταρτο ενάγοντα. Κατά ακολουθία των ανωτέρω πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα ενεργώντας ατομικά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 και την δεύτερη ενάγουσα ως προς τις αξιώσεις τους που αφορούν το θανάσιμο τραυματισμό της Χ1, να γίνει εν μέρει δεκτή η κρινόμενη αγωγή ως προς τις αξιώσεις των εναγόντων που απορρέουν από το θανάσιμο τραυματισμό των Χ2 και Χ3 και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα ενεργώντας για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 το συνολικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ, στον πρώτο ενάγοντα ενεργώντας ατομικά το συνολικό ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα το συνολικό ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα το συνολικό ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και στο τέταρτο ενάγοντα το συνολικό ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, όλα δε τα ανωτέρω ποσά με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση. Τέλος, πρέπει να καταδικασθούν οι πρώτος και δεύτερη ενάγοντες στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου λόγω της ήττας τους (άρθρο 176 Κ.Πολ.Δ.), κατά τα λοιπά πρέπει να καταδικασθεί το εναγόμενο στην πληρωμή μέρους της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων λόγω της μερικής ήττας του (άρθρα 178 παρ. 1 και 191 ΚπολΔ).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την αγωγή ως προς τον πρώτο ενάγοντα, ενεργώντας ατομικά και για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 και τη δεύτερη ενάγουσα ως προς τα αιτήματα αυτής, που αφορούν το θάνατο της Χ1 κατά τα αναλυτικά διαλαμβανόμενα στο σκεπτικό της παρούσας.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τους πρώτο και δεύτερη των εναγόντων στα δικαστικά έξοδα του εναγομένου τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατά τα λοιπά την αγωγή.
ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ την υποχρέωση του εναγομένου να καταβάλει στον πρώτο ενάγοντα, Χ4 ενεργώντας για λογαριασμό του ανηλίκου τέκνου του Χ6 το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ, στον πρώτο ενάγοντα ενεργώντας ατομικά το ποσό των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ, στη δεύτερη ενάγουσα, Χ5, το ποσό των ογδόντα χιλιάδων (80.000) ευρώ, στην τρίτη ενάγουσα, Χ7, το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ και στον τέταρτο ενάγοντα, Χ8, το ποσό των εξήντα χιλιάδων (60.000) ευρώ, όλα τα ανωτέρω ποσά με τους νόμιμους τόκους από την επίδοση της αγωγής μέχρι την πλήρη εξόφληση.
ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ το εναγόμενο στα δικαστικά έξοδα των εναγόντων τα οποία καθορίζει στο ποσό των χιλίων (1.000) ευρώ.
ΚΡΙΘΗΚΕ.

Πηγή: Επιθεώρηση Συγκοινωνιακού Δικαίου - www.esd.gr

Leave a Reply

Subscribe to Posts | Subscribe to Comments

- Copyright © Εξασφαλισμένος - Skyblue - Powered by Blogger - Designed by Johanes Djogan -